- τόρτσα
- η, Νεκκλ. μεγάλη λαμπάδα που χρησιμοποιείται στη μικρή και στη μεγάλη είσοδο, ή είναι μόνιμα τοποθετημένη στα μεγάλα μανουάλια ή δίπλα σε εικόνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. torcia «πυρσός, δαυλός, λαμπάδα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.